- κωμῳδοποιός
- κωμῳδο-ποιός, ὁ,A comic poet, Pl.Ap. 18d, Phd.70c, R.606c, al., Arist.Po.1449a4, IG11(2).113.26 (Delos, iii B.C.), Phld.Mus.p.99 K., etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωμῳδοποιός — comic poet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμωδοποιός — ο (AM κωμῳδοποιός και κωμῳδιοποιός) αυτός που γράφει κωμωδίες, κωμοδιογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδός + ποιός (< ποιῶ] … Dictionary of Greek
κωμωδοποιός — ο ποιητής κωμωδιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωμωιδοποιός — κωμῳδοποιός comic poet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμῳδοποιοῖς — κωμῳδοποιός comic poet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμῳδοποιοί — κωμῳδοποιός comic poet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμῳδοποιοῦ — κωμῳδοποιός comic poet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμῳδοποιούς — κωμῳδοποιός comic poet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμῳδοποιέ — κωμῳδοποιός comic poet masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμῳδοποιῶν — κωμῳδοποιός comic poet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμῳδοποιῷ — κωμῳδοποιός comic poet masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)